Η συνάντηση των τεσσάρων (Εφτά ώρες πριν το τέλος) - Μέρος 1ο - (6/5/2025)

     Το ρολόι της εκκλησίας δείχνει 5:00. Η καμπάνα χτυπάει και ο βαρύς της ήχος απλώνεται από γωνιά σε γωνιά σκεπάζοντας όλο τον τόπο. Ένα απόγευμα με συννεφιά και βοριά έρχεται να διαδεχτεί μια μέρα του Δεκέμβρη. Ο ήλιος ρίχνει τις ακτίνες του στο πλάι του ουρανού. Η καλύτερη στιγμή της ημέρας για τους ονειροπόλους. Αυτούς που βλέπουν την αιωνιότητα μεσα σε μια στιγμή, και τη στιγμή ως μέρος της αιωνιότητας. Λιγή ώρα μετά θα έρθει η νύχτα. Η πιο ταιριαστή στιγμή για όσους έχουν αποδεχτεί το σκοτάδι ως το χρώμα της ζωής τους. Τους καταθλιπτικούς, που πλέουν ανάμεσα στη Σκύλα και τη Χάρυβδη του μυαλού τους. Και τους ετοιμοθάνατους, αυτούς που σκότωσαν τη φαντασία τους πολλά χρόνια πριν πεθάνουν οι ίδιοι.


     Από το μπαλκόνι μιας πολυκατοικίας ένα κίτρινο φως φαίνεται να ζεσταίνει το διαμέρισμα. Μια ατμόσφαιρα θαλπωρής. Ένα καταφύγιο οικογενειακής ζεστασιάς και αναμνήσεων μέσα σε ένα τοπίο που παραδίδεται στη νέκρα του χειμώνα. O οικοδεσπότης κάθεται στην κουζίνα και ετοιμάζει το φαγητό για τους καλεσμένους. Ο αέρας έξω βουίζει σαν δαιμονισμένος. Με δυνατές σπρωξιές και κλωτσιές τραντάζει σαν ντόμινο τις τέντες των σπιτιών. Ρίχνει καρέκλες και ισοπεδώνει γλάστρες. Το μπαλκόνι γίνεται πεδίο μάχης. Η οργή του χειμώνα στρέφεται εναντίον της θαλπωρής του σπιτιού. Σαν μια μανιασμένη θάλασσα που παλεύει να πνίξει ένα ξύλινο καράβι. Πέφτει ένας κεραυνός από τις κορφές του Ολύμπου και ξεσπάει βροχή. Οι θεοί της φύσης έχουν βγει εκτός εαυτού. Η πόλη χορεύει στο ρυθμό τους. Ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα έχουν παραδοθεί αμαχητί. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μπει στα σπίτια τους. Οι μεγάλες λεωφόροι έχουν σχεδόν αδειάσει απο αυτοκίνητα. Κάτι λεωφορεία περνούν κάθε τόσο και αφήνουν κάτω λίγους επιβάτες. Η Οδός του Ατέρμονου έχει γεμίσει με αδέσποτα σκυλιά που ακολουθούν από πίσω τα λεωφορεία και όποιον άνθρωπο τα προσεγγίσει. Όλος αυτός ο ευχάριστος θίασος κινείται ευθεία. Φτάνει μέχρι κάποιο σημείο του ορίζοντα και ύστερα στρίβει προς το πλάι. Στον άλλο μεγάλο δρόμο της πόλης.

   
     Στην Οδό της Δύσης ένα λεωφορείο σταματάει στη στάση. Κατεβαίνει ένας κύριος με γένια στα μάγουλα και μια σκωπτική ματία. Φοράει μια καμπαρτίνα. Έχει το κεφάλι του σκυμένο και περπατάει στο πεζοδρόμιο με το βλέμα του καρφωμενο στο έδαφος. Σαν κάτι να τον απασχολεί έντονα. Συνεχίζει το περπάτημα. Οι βιτρίνες των καταστημάτων αρχίζουν να φαίνονται όλο και πιο δελεαστικές όσο νυχτώνει. Ο μπλε φωτισμός που χύνεται μέσα στο σκοτεινό ντεκόρ με τα παιχνίδια και τα εργαλεία τα κάνουν να φαίνονται σαν πράγματα ενός άλλου κόσμου, ίσως φαντασμαγορικού, με πολύ δράση και περιπέτεια. Οι φωτεινές επιγραφες πάνω από την είσοδο των καταστημάτων αποπνέουν μια μελαγχολική διάθεση. Ο καπιταλισμός προσπαθεί να ατενίζει το μέλλον με το αγέρωχο βλέμα της αέναης νεότητας. Έρχονται αβέβαιες μέρες όμως. Ο κυκλός της ζωής και της φύσης θα φτάσει τα πράγματα στο εκατό για να τα επαναφέρει πάλι στο μηδέν, εκεί από όπου ξεκίνησαν. Πόσο μάταιο μοιάζει το να προσπαθείς να βγεις έξω από τη φυσική ροή των πραγμάτων. Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό και με μια ανάσα που γίνεται όλο και πιο βαριά συνεχίζει να πατάει τα δυό του πόδια γερά στο δάπεδο. Το ένα μετά το άλλο. Πρώτα το ένα. Και μετά το άλλο. Και ξανά το ίδιο. Ένας ρυθμικός ήχος βγαίνει μέσα από τα σωθικά του και δυναμώνει. Αρχίζει να ανεβάζει παλμούς. Η όραση του θολώνει. Χάνει την επαφή του με το περιβάλλον και αρχίζουν όλα γύρω να φαίνονται ονειρικά.

     Με βήμα γρήγορο θερίζει δρομάκια και συνοικίες. Σαν σιδηροδρομικός σίφουνας κοπανάει ρυθμικά το έδαφος, χαράζει πεδιάδες, βουνά και δάση. Αφήνει την υπογραφή του στη γη που πατάει και εξαφανίζεται σαν καπνός. Φτάνει τελικά στην Οδό Επανένωσης, στον αριθμό 4. Κοντοστέκεται σαν χαμένος μπροστά από μια πιλοτή. Τα δευτερόλεπτα περνάνε πιο αργά. Το βραδινό αεράκι τον χτυπάει στους κροτάφους και τον ξυπνάει σιγά σιγά. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και ξεροβήχει. Βγάζει το χέρι από την τσέπη του μπουφάν και χτυπάει το κουδούνι στο όνομα του οικοδεσπότη. Σπρώχνει το χερούλι και μπαίνει μέσα στο κτήριο. Κλείνει την πόρτα πίσω του. Το νιαούρισμα μιας γάτας ακούγεται σαν διαμαρτυρία. Καταπνίγεται κι αυτό κάτω από ξεραμένα φύλλα δέντρων. Όλα κυλούν ομαλά. 

     Η ώρα περνάει ατάραχη. Δεν θα κάνει σε κανέναν τη χάρη να σταματήσει. Αδιαφορεί πεισματικά για τα μικρά η μεγάλα ευτράπελα των ανθρώπων.  Ρυθμισμένα, στωικά, και σχεδόν ληθαργικά κινείται προς το τέλος. 
Ω, καλή μου Ώρα, δείξε λίγο έλεος στα πιθηκάκια που σε έκαναν θεά. Μα εκείνη τίποτα. Συνεχίζει με θράσος να βαδίζει μπροστά και να κοιτάει από ψηλα τον χαμό. Το ειρωνικό της χαμόγελο φαίνεται. Θα το νιώσει κάποιος αν κοιτάξει πιο βαθιά μεσά στο ρολόι της εκκλησίας. Για τους περισσότερους απλά κοντεύει να πέρασει μισή ώρα.

     Πλησιάζει 5:30. Σήμερα όλα τα μαγαζιά θα κλείσουν νωρίτερα. Η κίνηση στο κατάστημα παπουτσιών έχει αρχίσει ήδη να μειώνεται. Μια μαμά με δύο παιδάκια μόλις πλήρωσε τα καινούρια αθλητικά τους παπούτσια και έφυγαν με ενθουσιασμό. Με λιγότερο ενθουσιασμό, ένας νεαρός σε ένα καναπεδάκι πιο δίπλα δοκιμάζει ένα ζευγάρι μαύρα σκαρπίνια για τη δουλειά. Φαίνεται να βαριέται πάρα πολύ. Όσο βαρετή είναι και η δουλειά του. "Δεν βαριέσαι όλοι έναν ρόλο καλούμαστε να παίξουμε. Ας το κάνουμε λοιπόν χωρίς πολλά πολλά." σκέφτεται σιωπηλά.
- Εντάξει, τα παίρνω.
- Εξήντα ευρώ.
- Αμέσως.
Πλήρωσε, τα πήρε, κι έφυγε. 
Οι δυό άνθρωποι του μαγαζιού έμειναν μόνοι τους. Ο ένας είναι ένας άντρας γύρω στα πενήντα. Λίγο παχουλός, με λεπτά χείλια. Έχουν ξεκινήσει να του πέφτουν τα μαλλιά, και δείχνει να νιώθει άβολα όταν φιλικοί του πελάτες του κάνουν χοντροκομμένα αστειάκια γι αυτό. Σε κοιτάει λίγο υποχθόνια και πονηρεμένα, σαν να προσπαθεί να τσακώσει με την τσιμπίδα την επιθυμία που έχεις να κάνεις κάτι αυτή τη στιγμή. Να αγοράσεις ποιοτικά παπούτσια που θα είναι κρίμα αν δεν το κάνεις, για παράδειγμα. Όπως θα περίμενε κανείς να δει το μαγαζάτορα της γειτονιάς.
 Και πιο δίπλα, είναι μια γυναίκα γύρω στα τριανταπέντε. Φοράει ένα μαύρο ζιβάγκο και στο πρόσωπό της είναι ελαφρώς βαμμένη. Τα σκουλαρίκια που κρέμονται από τα αυτιά της είναι ασημένια και έχουν κάτι από την αρχαία αιγυπτιακή πολυτέλεια. Η ματιά της είναι ήρεμη, αν και επιφυλακτική. Κυρίως αποστασιοποιημένη, θα έλεγε κάποιος. Ο μαγαζάτορας θα έλεγε, "σίγουρα όχι κακή υπάλληλος". 
Πλησίασε προς το μέρος της.
- Καλά τη βγάλαμε και σήμερα. Ε;
- Φφφφ...., τι μέρα ήταν κι αυτή. Κι αυτός ο χαμός μου φέφνει πονοκέφαλο. 
- Θα πας σπίτι να ξεκουραστείς μετά;
- Με έχουν καλέσει σε ένα δείπνο. Όχι κάτι το ιδιαίτερο. Λίγο καλό φαγητό, κρασί, και μπόλικες κουβέντες.
- Ξέρω, ξέρω. Τα γνωστά....
- Άντε, ας κάνουμε ταμείο σιγά σιγά και να το κλείσουμε. Έχω αργήσει.
Άρχίσαν να συγυρίζουν τον χώρο, τα παπούτσια, τα κουτιά, τα χαρτιά, το ταμείο. Λίγα λεπτά μετά κατέβασαν τα ρολά του μαγαζιού και έβαλαν λουκέτο. Χαιρετήθηκαν κι έφυγαν προς διαφορετική κατεύθυνση. Η υπάλληλος έστριψε και βγήκε στη λεωφόρο. Έχει μισή ώρα περπάτημα μέχρι την Οδό Επανένωσης. Μισή ώρα γυμναστικής. Μισή ώρα περισυλλογής. Μισή ωρα η άνοδος στο Καθαρτήριο. Η υπάλληλος ανηφορίζει αποφασιστικά.

     Η ώρα πήγε 6:00. Η πολή έχει σκοτεινιάσει για τα καλά. Οι θεότητες της Νύχτας ετοιμάζονται να στήσουνε χορό.

Συνεχίζεται στο 2ο μέρος:
https://penadiafyghs.blogspot.com/2025/05/2-652025.html?m=1


    




    

Comments