Μια ώρα μετά την αποβίβαση από το τρένο, κι αφού έχει περάσει τους εξαντλητικούς ελένχους του αεροδρομίου, ο Ανέστης περπατάει με μια ελάφρια αδιαφορία ανάμεσα στα καταστήματα. Κάθε λογής σουβενίρ, απο καραβάκια μέχρι καλικάτζαρους. Καλλυντικά και κρέμες για κάθε χρήση. Καπέλα κάθε σχήματος και αισθητικής. Και φυσικά, είδη καπνού. Εκείνος όμως προχωράει ευθεία αγνοώντας με στόμφο αυτά τα καλέσματα. Σταμάτει μπροστά από ένα φαγάδικο. Κοντοστέκεται και κοιτάζει τα σάντουιτς, τις σφολιάτες, και τα κρουασάν. - Αυτό τι έχει μέσα; (Ρωτάει τον υπάλληλο δείχνοντάς του ένα σάντουιτς) - Κοτόπουλο, μαρούλι και προσούτο. (Απαντάει ο υπάλληλος με σιγουριά σε έναν σοβαρό τόνο). Το στομάχι του Ανέστη αρχίζει να στριφογυρίζει. Η πολυκοσμία και τα χρωματιστά φώτα που τον περιστοιχίζουν κάνουν την κατάσταση χειρότερη. - Προσούτο είπατε;
- Μάλιστα.Ο Ανέστης κοντοστέκεται. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα αποφασίζει να φύγει νηστικός.
- Ευχαριστώ. Δεν θα πάρω κάτι.
- Όπως θέλετε κύριε.
- Καλημέρα και καλή συνέχεια.
Ο υπάλληλος χαμογέλασε. Αμέσως ο Ανέστης μούδιασε ολόκληρος. Η ματιά του υπαλλήλου κάρφωσε κατευθείαν το ψαχνό στα σωθικά του. Νιώθει σαν να είναι εγκλωβισμένος σε ένα κακό όνειρο, από αυτά που έβλεπε μικρός, κι ότι σε λίγο θα ξυπνήσει. Αυταπάται μάλλον. Το συνειδητοποιεί αργά αργά. Επανέρχεται στο παρόν και συνεχίζει το δρόμο του.
Η ώρα είναι 10:45. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην πύλη Α49, στην αίθουσα αναμονής. Κάθεται σε μια καρέκλα και περιεργάζεται τον κόσμο γύρω του. Μια παρέα φοιτητών αριστέρα του με έντονη διάθεση έλεγαν αστεία και γελούσαν δυνατά. Που και που ούρλιαζαν. Αυτός, ενοχλημένος απέφευγε να τους κοιτάζει. Δεν μπορούσε όμως και να μην τους ακούει. Η ματία του χυνόταν ελεύθερη διαγράφοντας κυκλικά τον χώρο. Άνθρωποι αφοσιωμένοι και κλειδωμένοι με το πρόσωπο χωμένο στο βιβλίο η το κινητό τους. Άλλοι κοιτούσαν το ταβάνι, το πάτωμα, η το πουθενά. Μια οχλαγωγία ακουγόταν μόνιμα στο ακουστικό του πεδίο, η οποία αρχισε σταδιακά να δυναμώνει και να γίνεται πιο ανεξέλενκτη. Ομιλίες, γέλια, κλάματα, ουρλιαχτά, ήχοι από απογειώσεις, καμπανάκια κινδύνου, ραδιοκύμματα και κραυγές Mayday. Η ένταση δυνάμωνει και γίνεται πιο θαμπή. Ο Ανέστης αρχίζει να τρίβει τα αυτιά του και να κουνάει το κεφάλι δεξιά κι αριστερά του ανήσυχος. Ο θόρυβος όμως παραμένει και μεγαλώνει. Σταδιακά αρχίζει να ακούει μια φωνή να πάλεται στο ρυθμό. Προσπαθεί να καταλάβει τι λέει. Ακούει μόνο τις πρώτες συλλαβές θολά.
"Μην - συ".
"Μην - συ - νε".
"Μην - συ -νε - χι".
"Μην - συ - νε - χι - σεις".
Η προστάγη βγαίνει τώρα με θάρρος στην επιφάνεια, παίρνει ξεκάθαρη μορφή, γίνεται κρυστάλλινη και κάθετη. Οι άνθρωποι στην αίθουσα τη φωνάζουν ρυθμικά. Τα φρύδια τους είναι σηκωμένα και το βλέμα τους αποφασιστικό. Κοιτάνε τον Ανέστη κατάματα με λύπηση. Αυτός ζαλισμένος από το ασφυκτικό κλουβί που έχει μπει στρέφεται γύρω του προσπαθώντας να ξεφύγει. Η προσοχή του πέφτει πάνω στην πόρτα που συνδέει την αίθουσα με τη φυσούνα που οδηγεί στο αεροπλάνο. Πάνω υπάρχει ένα αυτοκόλλητο, γράφει ακρίβως το ίδιο μήνυμα με αυτό στην πόρτα του βαγονιού. "Απαγορεύεται η προσπέλαση!". Αυτή τη φορά ομως νιώθει να τον χτυπάει πολύ περισσότερο.
Η αίθουσα συνεχίζει να τραγουδάει τον σκοπό της.
"Μην συνεχίσεις!",
"Μην συνεχί",
"Μην...".
Το σύνθημα τώρα ξεθωριάζει και αρχίζει χάνει το νόημά του. Μετατρέπεται λίγο λίγο σε ένα συνοθήλευμα άναρθρων κραυγών που τον περιτυλίγουν και τον αφήνουν ελεύθερο να πέσει σε μια ατελείωτη άβυσσο.
Μια φωνή από τα μεγάφωνα έρχεται και βάζει φρένο σε αυτή την κατάδυση. "Παρακαλείστε οι επιβάτες για την πτήση από την .... προς την .... να ετοιμάζεστε για την είσοδο σας'. Ο Ανέστης παίρνει μια βαθιά ανάσα. "Θα φύγω! Τώρα! Όσο έχω χρόνο ακόμα" λέει από μέσα του. Σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα και με τις βαλίτσες στο χέρι και έβαλε μπρος για να εξαφανιστεί από την αίθουσα. Με γρήγορο τρέξιμο πέφτει πάνω σε ακινητοποιημένους ανθρωπους, ελύσεται και τους προσπερνάει. Μέχρι που φτάνει στην είσοδο της πύλης.
"Στοπ!". Άμέσως φρενάρει. "Απαγορεύεται η έξοδος κύριε." του επισημάνει ένας ύπαλληλος του αεροδρομίου. Προσπαθεί ο Ανέστης να του απαντήσει αλλά δυσκολεύεται από την ταχυπαλμία. Η φωνή του βγαίνει σιγανή και τρεμάμενη. "Κάτι ξέχασα..... και νομίζω πως....εννοώ δηλάδη οτι....". Ο υπάλληλος τον κόβει αμέσως και τον βάζει στη θέση του. "Σας παρακαλώ κύριε, γυρίστε πίσω και μην δημιουργείτε προβλήματα". Πίσω από τον υπάλληλο περνάει ένας κύριος. Με το που βλέπει τον Ανέστη πλησιάζει λίγο πιο κοντά και του χαμογελάει με ένα ύφος πολύ μοχθηρό. Το πρόσωπό του είναι ολόιδιο με αυτό του υπαλλήλου στο φαγάδικο πριν. Τώρα όμως μοιάζει πολύ διαφορετικός. Φοράει κουστούμι και γραβάτα. Κρατάει μια τσάντα εργασίας στο δεξί του χέρι. Στο αριστερό ένα κινητό. Βάζει το κίνητο στο αυτί, αρχίζει να μιλάει σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα και απομακρύνεται. Ο Ανέστης αρχίζει να χάνει τις αισθήσεις του. Νιώθει μια αδυναμία στα πόδια του. Πατάει γερά το δεξί. Μετά το αριστερό. Συνεχίζει να μην τα νιώθει. Δυσκολεύεται να κρατηθεί στο ύψος του. Προσπαθεί να ανασάνει. Σωριάζεται στο δάπεδο και όλα σβήνουν.
Λίγη ώρα μετα, που φαίνεται σαν να έχει περάσει αιώνας, τα βλέφαρα του Ανέστη ανοίγουν. Το σκοτάδο εξαφανίζεται λίγο λίγο. Βλέπει διάφορα χρώματα και ακούει ήχους. Δεν μπορεί να καταλάβει ακριβώς τι είναι το κάθε τι αλλά συνειδητοποιεί ότι δεν βρίσκεται στο δωμάτιό του μετά το πρωινό ξύπνημα. Δύο φιγούρες με λευκή στολή που έχει γαλόνια στους ώμους βλέπει να στέκονται από πάνω του. Κάτι λένε μεταξύ τους αλλά δεν ακούγονται καθαρά. Σε μια φάση ακούει το έναν να ρωτάει κάτι και τον άλλον να απάνταει "Αναστάσιος Αντωνίου...... του Γεράσιμου", διαβάζοντας την ταυτότητα. Μόλις τον βλέπουν να έχει ξυπνήσει τον προτρέπουν να σηκωθεί.
"Σηκωθείται κύριε, η πτήση σας σε λίγα λεπτά θα αναχωρήσει". Ο ένας του έδωσε το χερι και τον τράβηξε πάνω. Σήκωσε και τις βαλίτσες και πήγε με γρήγορο βήμα προς τον έλεγχο στη φισούνα.
Η ώρα είναι 11:00. Όλοι οι επιβάτες κάθονται στις θέσεις τους. Γίνονται οι τελικοί έλεγχοι πριν την αναχώρηση του σκάφους. Ο Ανέστης κοιτάζει λίγο νευρικά έξω από το παράθυρο. Είχε μια ευκαιρία πριν. Καλώς η κακώς την έχασε. Αυτά τα λίγα λεπτά που μένουν τώρα του φαίνονται σαν όαση. Ο χρόνος περνάει γρήγορα όμως. Ώρα 11:05, σκάφος έτοιμο για αναχώρηση. Οι κινητήρες έχουν πάρει μπρος. Κάνει όπισθεν και στρίβει. Αρχίζει να κινείται αργά στον διάδρομο. Το ταξίδι τώρα ξεκινάει.
Comments
Post a Comment